περιεργίαι

περιεργίαι
περιεργία
futility
fem nom/voc pl
περιεργίᾱͅ , περιεργία
futility
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιεργίᾳ — περιεργίαι , περιεργία futility fem nom/voc pl περιεργίᾱͅ , περιεργία futility fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιέργεια — η, Ν, περιεργία ΜΑ και περιέργεια Μ [περίεργος] άσκοπο, ανώφελο ενδιαφέρον για ξένες υποθέσεις, επέμβαση στις υποθέσεις άλλων νεοελλ. επίμονη επιθυμία κάποιου να δει ή να μάθει κάτι μσν. αρχ. 1. μάταιη, άσκοπη απασχόληση με ασήμαντα ζητήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”